εὐκαιρία

εὐκαιρία
2120 εὐκαιρία
{сущ., 2}
удобный случай, удобное время (Мф. 26:16; Лк. 22:6).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εὐκαιρία" в других словарях:

  • εὐκαιρία — εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc/acc dual εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • εὐκαιρίᾳ — εὐκαιρίαι , εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαιρία — η 1. καιρός κατάλληλος, περίσταση ευνοϊκή: Δε βρήκα ευκαιρία να του μιλήσω. 2. χρόνος διαθέσιμος: Μόλις βρω ευκαιρία θα σου γράψω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκαιρίας — εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem acc pl εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαι — εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαν — εὐκαιρίᾱν , εὐκαιρία good season fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαις — εὐκαιρία good season fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίη — εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίην — εὐκαιρία good season fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίης — εὐκαιρία good season fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»